Menu

 

OXE LOGO

StratPlanMain

KANKATH

 SXEDIO2 

kanali you kal

AdespotaIstoselida

eservices

 

MainImageOt

 

discover site

 

Αξιοθέατα

Ορεινός τουρισμός και νεότερα χρόνια

Στην Άνω Βλασία υπήρχε από πολύ παλιά ορεινός τουρισμός, καθώς το χωριό ήταν για δεκαετίες πασίγνωστο θέρετρο, ιδανικό για το υγιεινό του κλίμα ιδιαίτερα σε ασθενείς με φυματίωση. Από τη δεκαετία του 1930 πολλοί παραθεριστές ανέβαιναν στην Άνω Βλασία, ενοικίαζαν τα πέτρινα σπιτάκια του χωριού και περνούσαν μέσα στη δροσιά και τα κρύα νερά τα καλοκαίρια τους, ενισχύοντας ιδιαίτερα την τοπική οικονομία. Οι παλιότεροι Θυμούνται τους χασάπηδες εκείνο τον καιρό να κάνουν χρυσές δουλειές και οι αναμνήσεις των παλαιών Αγιοβλασιωτών από εκείνα τα καλοκαίρια θυμίζουν ιστορίες από κάτι αρχαία αναγνωστικά μιας άλλης Ελλάδας.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή έφεραν πολλά δεινά στο χωριό, αλλά όλα ωχριούν μπροστά σε όσα συνέβησαν εδώ στον επόμενο πόλεμο, στον αδελφοκτόνο Εμφύλιο, μια από τις δραματικές σελίδες του οποίου γράφτηκε στη γειτονιά της Άνω Βλασίας, γύρω από τη Μονή του Αγίου Νικολάου, όταν συγκρούστηκε ένα τακτικό σώμα του Εθνικού Στρατού με αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού που είχαν τα λημέρια τους στον Ερύμανθο. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από εβδομήντα νεκροί σκορπισμένοι στα γύρω ελατοδάοη. Ο Ερύμανθος εκείνη την εποχή ήταν ανταρτοκρατούμενος και μάλιστα στην Κάτω Βλασία λειτουργούσε και το τοπικό ανταρτοδικείο που δίκαζε τους αντιφρονούντες. Μεταπολεμικό η Άνω Βλασία ξαναβρήκε τους βουνίσιους ρυθμούς της (χάνοντας Βέβαια αρκετούς κατοίκους οι οποίοι πλέον, μετά τον Εμφύλιο, έγκατα-στάθηκαν μόνιμα στα Αγιοβλασίτικα του κάμπου), αλλά σταδιακά κάτι άλλαζε. Οι μεγάλες πόλεις άρχισαν να τραβάνε σαν μαγνήτης τους νέους ανθρώπους. Ο ορεινός τουρισμός, από τα χρόνια των απλών ανθρώπων με τις λιγοστές απαιτήσεις, τότε που σημασία είχε το «πού - και όχι τόσο το «πώς», άλλαξε Η ποιότητα της σύγχρονης ζωής δημιούργησε απαιτήσεις στις διακοπές και με τα χρόνια οι παραθεριστές στην Άνω Βλασία λιγόστεψαν. Κι όμως το χωριό, σε αντίθεση με άλλα μεγαλύτερα ορεινά ελληνικά χωριά, δεν άδειασε Μπορεί τα αμπέλια να κάηκαν, η υλοτομία του βουνού να σταμάτησε και το νεροπρίονο στη Φροξυλιά να σώπασε, μπορεί τα χωράφια με τις μηλιές, τα φασόλια και τις φακές να μένουν χέρσα και ακαλλιέργητα, όμως τα γύρω βουνά είναι γεμάτα ακόμη με ανωβλασιώτικα κοπάδια και οι Ανωβλασιώτες μάστορες της πέτρας και της οικοδομής είναι ακόμη περιζήτητοι. Στο χωριό ζουν ακόμη 326 άτομα, το σχολείο έχει ακόμη 22 παιδιά, στα καφενεία του χωριού βλέπεις ακόμη τα βράδια νέους άντρες και εδώ και τρία χρόνια υπάρχει και ένας δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος με σημαντική δράση και σχέδια για το μέλλον. Η Άνω Βλασία βλέπει πέρα από τα προβλήματα αισιόδοξο το μέλλον να χαράζει κάδε μέρα πάνω από τις ψηλές βουνοκορφές. Και αυτό δεν είναι λίγο.

Το φυσικό τοπίο - Οι καλλονές του Ερύμανθου

Πάνε σίγουρα πολλά χρόνια από τότε που, όπως μας διηγείται ο Όμηρος, «η σαγιτεύτρα Άρτεμη κατηφόριζε του Ερύμανθου τις ράχες, κάπρους σαγιτεύοντας κι αλάφια γρήγορα». Κι όμως το μαγευτικό βουνό κρατάει ακόμη κάτι από τη μαγεία και το μυστηριακό μεγαλείο εκείνων των εποχών. Βουνό ιερό για τους αρχαίους Έλληνες, ήταν ευλογημένο από την παρουσία θεών και ηρώων στα σκοτεινά του δάση και στις χαμένες, στις ομιχλώδεις κορυφές του. Εκτός από αγαπημένος τόπος της Άρτεμης, ο Ερύμανθος ήταν ένα από τα αγαπημένα ενδιαιτήματα και του θεού Πάνα. Στα σκοτεινά ελατοδάση του Ερύμανθου συναντήθηκαν εξάλλου κάποτε η νύμφη Καλλιστώ με το γιο της Αρκά. Μια περίεργη συνάντηση -μα την αλήθεια!-, καθώς η Καλλιστώ ήταν μεταμορφωμένη σε αρκούδα, τιμωρημένη από την Άρτεμη γιατί έχασε την παρθενιά της (η Καλλιστώ ανήκε στην ανέραστη συνοδεία νυμφών της επίσης ανέραστης Άρτεμης) για την αγάπη του Δία, καρπός της οποίας ήταν βέβαια ο Αρκάς. Καθώς ο γιος ετοιμαζόταν να σκοτώσει με το βέλος του την άγρια αρκούδα -χωρίς να ξέρει ότι ήταν κάποτε μάνα του!- ο νεφεληγερέτης Ζευς τους λυπήθηκε και τους ανέβασε από τον Ερύμανθο στο ουράνιο στερέωμα μεταμορφωμένους σε αστέρια -την Καλλιστώ σε Μεγάλη Άρκτο (καθώς ήταν όντως άρκτος) και τον Αρκά στον αστερισμό Αρκτούρο- για να φωτίζουν τις ασέληνες νύχτες του βουνού.
Απ΄ όλους τους μύθους όμως για τον Ερύμανθο ο πλέον γνωστός, ο απόλυτα ταυτισμένος στη μνήμη όλων με τη μυθολογική παράδοση του βουνού, ήταν ο περιλάλητος τρίτος άθλος του Ηρακλή, δηλαδή το κυνήγι και η σύλληψη του Ερυμάνθιου κάπρου. Ο Ηρακλής, προσπαθώντας να πιάσει το αγριογούρουνο ζωντανό (όπως απαιτούσε εξάλλου η εντολή του Ευρυσθέα), το κυνήγησε μέχρι τις χιονισμένες πλαγιές του Ερύμανθου, όπου το ζώο κουράστηκε μέσα στο παχύ χιόνι και ο ήρωας κατάφερε να το συλλάβει, κάπου κοντά στον ομώνυμο ποταμό.
Ο ταξιδιώτης που θα μπει σήμερα στα δάση του Ερύμανθου δε θα συναντήσει βέβαια κάποιο υπερφυσικό κάπρο αλλά ίσως, αν είναι τυχερός, να δει κάποιο από τα πάμπολλα αγριογούρουνα τα οποία ζουν σήμερα στα απάτητα δάση και τις ρεματιές του βουνού και τα οποία είναι αρκετά, καθώς η αρχική ομάδα των ζώων από τη Βόρεια Ελλάδα που έφεραν κυνηγετικοί σύλλογοι σήμερα υπερπολλαπλασιάστηκε.
Στα δάση του Ερύμανθου κυριαρχεί το έλατο αλλά υπάρχουν και αρκετές δρύες, πρίνοι και ελάχιστοι πλέον σπάνιοι κέδροι. Στα κλαριά των δέντρων φωλιάζουν άφθονο κοτσύφια, τσίχλες, μπεκάτσες στον καιρό τους, και ελάχιστες πλέον δυστυχώς πέρδικες (πριν μερικές δεκαετίες ήταν τόσο άφθονες και άφοβες που πλησίαζαν τη Βλασία κοπαδιαστά με τα περδικόπουλά τους). Στο βουνό υπάρχουν ακόμη κάμποσοι λαγοί, όπως βέβαια και αρκετοί κυνηγοί - οι διόλου μυθολογικοί πυροβολισμοί της κυνηγετικής περιόδου δε θυμίζουν σε τίποτε το κυνήγι του Ηρακλή στο μαγευτικό βουνό. Ο Ερύμανθος έχει πολλά ονόματα στις κατά τόπους περιοχές του: το νότιο κομμάτι του είναι η Λάμπεια (με ψηλότερη κορυφή τα 1793 μ.), στο ανατολικό τμήμα δεσπόζει το Καλλιφώνι (με ύψος 1.996 μ.) και στο κεντρικό του τμήμα οι μυτερές κορυφές του Ωλενού (ή Ωλονού), με ψηλότερη από αυτές το Γρανίτη μετά 2.222 μέτρο του. Στα ψηλότερα αλπικά λιβάδια του βουνού φυτρώνει το διάσημο τσάι της περιοχής, ενώ στο βουνό υπάρχουν και άλλα ωραία και σημαντικό βότανα, όπως η βαλεριάνα και το σπανιότατο και πανάκριβο ρεβέντι.
Ο Ερύμανθος με τα συναρπαστικά του τοπία δημιουργούσε πολύ έντονα συναισθήματα σε όλους τους κατά καιρούς ταξιδιώτες της περιοχής. Απολαύστε τι έγραψε ο Γάλλος περιηγητής Herni Belle, περνώντας στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Ερύμανθο: «Σπάνια έχω δει ένα τέτοιο ανακάτεμα από βουνά και λαγκάδια. Οι απότομες πλαγιές είναι σκεπασμένες με σκοτεινά δάση πάνω από τα οποία δεσπόζουν μεγάλοι οδοντωτοί βράχοι, σαν παλιό οχυρό που δέχτηκε κλοτσιά από περαστικό θεό του Ολύμπου...».

Λεόντιο, μια αρχαία πόλη στη γειτονιά της Άνω Βλασίας

Το 280 π.χ. δώδεκα αρχαίες πόλεις της Αχαΐας συνασπίζονται και δημιουργούν ένα σύνδεσμο, την Αχαϊκή Συμπολιτεία, για να προωθούν τέλος πάντων καλύτερα τα συμφέροντα της περιφέρειας τους τις δύ-3κολες εποχές που η αρχαία Ελλάδα μοιράζεται στους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μία από τις πλέον σημαντικές αυτές πόλεις ήταν χτισμένη πάνω στους χαμηλούς λόφους που βρίσκονται ακριβώς απέναντι από τη σημερινή Άνω Βλασία, στην περιοχή που οι χωρικοί εύστοχα ονομάζουν Καστρίτσι. Η πόλη αυτή ήταν το Λεόντιο (οι ιδρυτικές πόλεις ήταν οι: Πάτρα, Δύμη. Φαραί, Τριταία. Αίγιον, Αίγειρο, Πελλήνη, Βούρα και Καρύνεια) και η στρατηγική της σημασία για τα συμφέροντα της Αχαϊκής Συμπολιτείας ήταν ότι βρισκόταν χτισμένη ακριβώς πάνω στα σύνορα Αχαΐας και Αρκαδίας (η Άνω Βλασία και όλα τα Καλαβρυτοχώρια ανήκαν τότε στην Αρκαδία).
Το Λεόντιο, αν και ήταν ακμαία και ισχυρή πόλη, είχε ωραία σπίτια και θέατρο, δυστυχώς έμεινε περισσότερο γνωστό ως γενέτειρα ενός μεγάλου προδότη της ελληνιστικής εποχής. Αυτός ήταν ο Καλλικράτης. ο οποίος ήταν κάποτε στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αλλά δυστυχώς δεν τιμούσε το αξίωμα του. Γι΄ αυτό και ο Παυσανίας τον ονομάζει «κακό δαίμονα όλης της Ελλάδας». Ο εν λόγω «δαίμονας» ήταν στρατηγός την εποχή που οι Ρωμαίοι έκαναν ένα λυσσαλέο αγώνα για να κατακτήσουν την αρχαία Ελλάδα, οπότε βρήκαν άριστο συνεργάτη στο πρόσωπο του Λεοντίσιου Καλλικράτη, ο οποίος - με το αζημίωτο φυσικά-συνεργάστηκε μαζί τους για την καταστροφή και των Αχαιών και της Ελλάδας. Κατάφερε μάλιστα να στείλει πάνω από 1.000 επιφανείς Έλληνες σιδηροδέσμιους στη Ρώμη, κατασυκοφαντώντας τους ότι συνεργάστηκαν με το Μακεδόνα βασιλιά Περσέα (τον κύριο αντίπαλο των Ρωμαίων στην Ελλάδα). Οι αδίκως συλληφθέντες στάλθηκαν εξορία σε χωριά της Σικελίας και μόνο το ένα τρίτο από αυτούς επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια. Ο άτιμος ο Καλλικράτης δεν απόλαυσε για πολύ την προδοσία του και πέθανε εν πλω πηγαίνοντας στη Ρώμη με τους Ρωμαίους συνεταίρους του.
Το Λεόντιο άκμασε ιδιαίτερα τον 4ο π.Χ. αιώνα και παρότι ήταν οχυρωμένο με τείχη και κυκλικούς και τετράγωνους πύργους, καταστράφηκε στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα, πιθανότατα από το Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε΄.
Για χρόνια πολλά οι αρχαιολόγοι αναζητούσαν το Λεόντιο στους νότιους πρόποδες του Παναχαϊκού. Το 1958 όμως μια σύντομη ανασκαφή του αρχαιολόγου Ν. Γιαλούρη στο λόφο Καστρίτσι έφερε στο φως το κοίλο του θεάτρου, που βρίσκεται στη βορειοανατολική πλαγιά του λόφου, μέσα από τα τείχη της αρχαίας πόλης. Το θέατρο του Λεοντίου ήταν σχετικά μικρό και σήμερα έχουν αποκαλυφθεί εννέα σειρές εδωλίων ενώ οι ανώτερες σειρές ήταν μάλλον λαξευμένες στο βράχο. Οι πάροδοι του θεάτρου σώζονται σε ύψος δύο μέτρων, ενώ στον υπόλοιπο ελάχιστο ανασκαμμένο αρχαιολογικό χώρο έχουν αποκαλυφθεί λείψανο των οχυρώσεων και των πύργων της ακρόπολης και ερείπια τριών μεγάλων κτιρίων.
Αν και δεν είναι μείζονος σημασίας αρχαιολογικός χώρος, το Λεόντιο είναι αρχαία τοποθεσία υψηλής αισθητικής αξίας. Θα το βρείτε ευκολότατα ακολουθώντας την πινακίδα πάνω στον κεντρικό ασφαλτόδρομο Καλαβρύτων-Πατρών. Ένας σύντομος χωματόδρομος σας φέρνει σε ένα πλάτωμα με παχύ γρασίδι και στη συνέχεια τα πολλά μονοπάτια θα σας τριγυρίσουν στις πλαγιές του λόφου. Εκεί. ανάμεσα στο λιγοστό πράσινο, τις σκόρπιες στουρναρόπετρες και το ζεστό κοκκινόχωμα, βρίσκεται κρυμμένο το αρχαίο θέατρο του Λεοντίου.
Από τα πέτρινα εδώλιά του θα δείτε ό,τι έβλεπαν οι αρχαίοι Λεοντιείς: το εκτυφλωτικό προσκήνιο της αχαϊκής φύσης• τα σκοτεινά ελατοδάση του Ερύμανθου στεφανωμένα από τις χιονισμένες κορυφές• τη σκιερή κοιλάδα του Σελινούντα, η βουή του οποίου μαζί με το αεράκι και τα πουλιά είναι σήμερα οι μοναδικοί ήχοι που θα σας συντροφεύουν εκεί. Ολόγυρα, μέσα στις άσπρες πέτρες, καμιά τούφα με πουρνάρια καταφέρνει να νικήσει την αγριάδα του τόπου, την οποία βέβαια νίκησαν καλύτερα οι Λεοντιείς φτιάχνοντας εδώ και πόλη και πολιτιστικό χώρο

Σελινούντας, ο ποτάμιος θεός

Κάτω από το Γρανίτη και μέσα από τα άγρια δάση της Σέρδενης και του Καλλιφωνίου αναβλύζουν αμέτρητες πηγές και κεφαλάρια. Τα νερά τους ενώνονται σε μεγάλους χείμαρρους σαν λευκές παγωμένες και βουερές φλέβες που σκίζουν τις πλαγιές του βουνού και αιμοδοτούν τη βουερή κοίτη του ποταμού Σελινούντα. Τριγυρισμένος από μεγάλα πλατάνια και πυκνή βλάστηση, ο ποταμός ακολουθεί μια ομαλή διαδρομή στους χαμηλούς λόφους των Καλαβρυτοχωρίων για να χωθεί στα στενά φαράγγια του Παναχαϊκού και να σμίξει με τη θάλασσα στον Κορινθιακό, κοντά στο Αίγιο.
Ο Σελινούντας είναι συγγενής εξ ονόματος ποταμός και με άλλα ποτάμια του αρχαίου κόσμου: Σελινούς λέγεται ο ποταμός της Σικελίας δίπλα στην ομώνυμη διάσημη ελληνική αποικία των Δωριέων, και με το ίδιο όνομα υπάρχουν ποτάμια στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας, στην Εύβοια, και άλλο ένα στην Πελοπόννησο, στην Ηλειακή Τριφυλία. Ο Σελινούς, στα χρόνια της ελληνικής μυθολογίας, ήταν ποτάμιος θεός, ο οποίος στα νομίσματα εμφανιζόταν μαζί με ένα φύλλο σέλινου, αγαπημένου και λόγω ονόματος φυτού του ποταμού . Στον αχαϊκό Σελινούντα - το όνομα του οποίου είχε και ένας αρχαίος βασιλιάς της - Αιγιαλείας -και κάτω από τις πηγές του στον Ερύμανθο δεν υπάρχουν σέλινα αλλά αμέτρητες εξαίσιες τοποθεσίες με αρωματικά βότανα και φυτά, με μυριάδες αγριολούλουδα και ειδυλλιακές λιμνούλες με κρυστάλλινο νερό μέσα στις οποίες ζούσαν κάποτε πολλές πέστροφες, χαμοσούρτες, χέλια και κοκκινόψαρα. Σήμερα δυστυχώς τα ψάρια έχουν χαθεί, πιθανότατα από κάποια φοβερή νεροποντή που κατέστρεψε τις φωλιές και τα ίδια ή, το πιθανότερο, από κάποια διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας του ποταμού. Μόνο καβούρια φωλιάζουν πλέον κάτω από τις σκεπασμένες με βελούδινα βρύα πέτρες του, κι αυτά λιγοστά.
Μέσα σε αυτό το μαγευτικό σκηνικό της αχαϊκής φύσης, στους πρόποδες ενός μυθικού βουνού και δίπλα στις πηγές ενός ποταμού βασιλιά, είναι αραδιασμένα τα πέτρινα σπιτάκια της Άνω Βλασίας. Οι ανάσες του δάσους πλημμυρίζουν τα καλντερίμια του χωριού και οι παγωμένοι χείμαρροι του Σελινούντα αντηχούν μέρα νύχτα από το βάθος της καταπράσινης κοιλάδας. Το βουνό και το ποτάμι σφραγίζουν τη γεωγραφία του χωριού, και τη σφραγίζουν με μια γλυκιά και άγρια συνάμα ομορφιά.

Η Μονή Αγίου Νικολάου και οι ερημίτες των ελάτων

Πολύ κοντά στην Άνω Βλασία υπάρχει ένας απότομος λόφος πνιγμένος στα έλατα. Η κορυφή του βρίσκεται στα 1.180 μ. υψόμετρο και όταν κάποτε την είδαν μερικοί περιπλανώμενοι καλόγεροι αποφάσισαν να φτιάξουν εκείτο μοναστήρι τους. Πότε συνέβη αυτό ακριβώς δε γνωρίζουμε (πιθανότατα το 10ο αιώνα, αν και υπάρχουν παραδόσεις που ομιλούν για τον 7ο αιώνα), όπως επίσης δε γνωρίζουμε από πού ήρθαν οι πρώτοι ερημίτες των ελάτων, αν και οι παραδόσεις πάντα λένε ότι ήρθαν από το Άγιον Όρος μαζί με τους συνασκητές τους που ίδρυσαν τη Μονή Αγίας Λαύρας (ο πρώτος καλόγερος μάλιστα είδε στον ύπνο του θεϊκό όραμα που του όριζε ακριβώς τη θέση στον ελατοσκέπαστο λόφο για να χτιστεί η μονή).
Η Μονή Αγίου Νικολάου στα χρόνια του Βυζαντίου απέκτησε δύναμη και πλούτο από τις δωρεές ευσεβών ;χριστιανών της περιοχής, αν και η φήμη της λόγω διαφόρων θαυμάτων είχε πάει πολύ μακριά. Ο πλούτος και η φήμη έφεραν με τη σειρά τους και τους επιδρομείς, τους οποίους ούτε τα τείχη της μονής ούτε τα φρούρια στους γειτονικούς λόφους Χαρκόσκαλα και Αγγελοκάστρι μπόρεσαν να σταματήσουν. Η μονή τρεις φορές έγινε στάχτη και τρεις φορές ξαναχτίστηκε Τελευταία ανακαίνιση στο καθολικό της έγινε το 1892.
Η πιο σημαντική γνωστή στιγμή στην ιστορία της υπήρξε η εμπλοκή της στην πολύνεκρη μάχη της Βλασίας, στον τελευταία εμφύλιο πόλεμο. Στα δάση γύρω από τη μονή βρίσκονταν οι δυνάμεις του 617ου συντάγματος πεζικού με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Σταύρο Δρακουλαράκο και στα δάση μακριά βρίσκονταν οι δυνάμεις των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού (με άγνωστο ως τώρα διοικητή). Στις 23 Ιουλίου 1948 ξεσπάει η επίθεση γύρω από το μοναστήρι και για οκτώ ώρες Έλληνες σκότωναν Έλληνες, χωρίς κανένας θεός ή Άγιος Νικόλαος να μπορέσει να τους δώσει φώτιση. Στο τέλος οι αντάρτες υποχώρησαν αφήνοντας 68 περίπου νεκρούς, ενώ οι δυνάμεις του Εθνικοί Στρατού (οι οποίες χρησιμοποίησαν τη μονή ως καταφύγιο) έχασαν μόνο 10 άντρες. Τις τραγικές στιγμές της μάχης και τις ακόμη τραγικότερες εικόνες του μετά τη μάχη πεδίου διατήρησαν στη μνήμη τους για πολλές δεκαετίες οι Βλασιώτες. Το μνημείο της μάχης μετά ονόματα των πεσόντων βρίσκεται σε ένα μικρό κοιμητήριο, στο νότιο προαύλιο της μονής, πάνω από τον γκρεμό.
Η Μονή Αγίου Νικολάου εκείνο τον καιρό είχε μοναχούς. Με τα χρόνια σταδιακά άδειαζε και σήμερα είναι εντελώς έρημη. Είναι βέβαια πολύ πρόσφατα ανακαινισμένη, καλοβαμμένη και με ένα σωρό σύγχρονες παρεμβάσεις που δε θυμίζουν και πολύ παλιό μοναστήρι. Η βασιλική με τον ωραίο τρούλο που είναι το καθολικά της δεσπόζει στο κέντρο της αυλής, αλλά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει το παμπάλαιο παρεκκλήσι της Γέννησης της Θεοτόκου και θησαυροφυλάκιο της μονής, όπου, μεταξύ άλλων κειμηλίων, φυλάσσεται και το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού.
Αξίζει μια βόλτα μέχρι τη μονή ακόμη και αν τη βρείτε κλειστή. Ο κακός ασφαλτόδρομος φιδογυρίζει μέσα από τα αγκαθωτά κλαριά των ελάτων, μέσα από τα τοπία στα δάση της Σκαφιδιάς και του Καλλιφωνίου. Στην κορυφή του λόφου, από το πλάτωμα της μονής, θα απολαύσετε μια μοναδική πανοραμική θέα στις κορυφές του Ερύμανθου και στους κάμπους και την κοιλάδα του Σελινούντα. Κι αν θέλετε, πιείτε λίγο παγωμένο νερό από την πηγή, καθίστε α΄ ένα πέτρινο πεζούλι και διαβάστε παρακάτω τον πιο όμορφο από τους θρύλους της μονής: Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο τοπικός αγάς έκλεψε όλα το πρόβατα της μονής και τα κατέβασε στο Κατάκολο για να τα πουλήσει στα απέναντι νησιά Όμως το πλοίο με τα κλεμμένα δεν έφευγε από την ακτή, οπότε ο καπετάνιος που γνώριζε από θαύματα ρώτησε αν τα ζώα είναι βακούφικα (μοναστηριακά δηλαδή), οπότε και θα έπρεπε να βγουν έξω για να μπορέσει να φύγει το πλοίο. Αυτό και έγινε και το πλοίο απέπλευσε αφού βγήκε και η τελευταία κλεμμένη προβατίνα από το μοναστήρι της Βλασίας Το κοπάδι, μαζί με μια σκύλα που το είχε ακολουθήσει ως τη θάλασσα πήρε τους δρόμους οδηγούμενο από μια σκοτεινή ανδρική μορφή. Το επόμενο πρωί οι καλόγεροι, που είχανε ήδη δεηθεί στον Άγιο Νικόλαο για την επιστροφή των ζώων. είδαν το κοπάδι να κοιμάται έξω από τη μάντρα της μονής μαζί με το σκυλί. Το θαύμα είχε γίνει και ο κλέφτης αγάς, εντυπωσιασμένος από τη δύναμη του θαλασσινού αγίου, δώρισε στη μονή ένα ασημένιο καντήλι με ένα καραβάκι κρεμασμένα επάνω του. Και αν αναρωτιέστε πού βρίσκεται σήμερα το καραβοστόλιστο καντήλι… θα το δείτε κρεμασμένο πάνω από την ιερή πύλη.

Οι εκκλησιές

Ανάμεσα στα σπίτια της Άνω Βλασίας υπάρχουν μικρά εκκλησάκια, σχεδόν αθέατα. Η κεντρική εκκλησία του χωριού όμως, η Κοίμηση της Θεοτόκου, ξεχωρίζει από παντού χάρη στο παλιό πέτρινο καμπαναριό. Δεν ήταν πάντα αυτός ο επίσημος ναός της Άνω Βλασίας. Στη θέση του υπήρχε ο πολύ μικρότερος ναός του Αγίου Χαραλάμπους, ο οποίος, καθώς το χωριό μεγάλωσε, δεν επαρκούσε, οπότε χρειάστηκε να γίνει μια νέα μεγαλύτερη εκκλησία. Βέβαια, αν ρωτήσετε στο καφενείο του Γκούμα γιατί η νέα εκκλησία δε συνέχισε να τιμά τον Άγιο Χαράλαμπο, οι γέροντες Ανωβλασιώτες θα σας πουν ότι εκείνα τα χρόνια το χωριό είχε πολλά και καλά κρασιά και βέβαια γλεντζέδες κατοίκους, αλλά και τοπική λαϊκή ορχήστρα των Γκανά, Ασημακόπουλου (Τσιτσιμπίδα), Λιάσκου (Μπρούσκου) και Σακκά. Η γιορτή όμως (άρα και το πανηγύρι) του Αγίου Χαραλάμπους έπεφτε καταχείμωνο, οπότε προτίμησαν η νέα εκκλησία να γιορτάζει καλοκαίρι (το Δεκαπενταύγουστο για την ακρίβεια) ώστε να γλεντάνε και αυτοί πιο άνετα.
Ο ναός εσωτερικά έχει ένα ενδιαφέρον καλογυαλισμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο από καρυδιά πάνω στο οποίο υπάρχουν εικόνες με ημερομηνίες του 1877 (αν και ο ναός χτίστηκε το 1909), και το ενδιαφέρον εστιάζεται στα τρία βημόθυρα τα οποία είναι μεγάλες εικόνες ζωγραφισμένες πάνω σε δέρμα μοσχαριού. Πάνω στο ίδιο υλικό είναι γραμμένος και ο κατάλογος των δωρητών (βρίσκεται εσωτερικά, στον τοίχο δεξιά της εισόδου), με τα χρήματα των οποίων καλλωπίστηκε το 1923 ο ναός• μια συγκινητική χρυσομέλανη λίστα με τις πολλές ή λίγες δραχμές της ανωβλασιώτικης ευσέβειας!

Νερόμυλοι και βρύσες

Περπατώντας ανάμεσα στα πέτρινα σπιτάκια του χωριού ξεχωρίζουν και μερικά παλαιά μαγαζιά, όπως το υφασματοπωλείο του Νικολάου Σακογιάννη, το οποίο μέχρι το 1978 πουλούσε εκτός από υφάσματα και είδη ένδυσης στους χωρικούς. Σήμερα είναι κλειστό αλλά ακόμη όρθιο και ωραίο. Γύρω από τις όχθες του Σελινούντα υπήρχαν αρκετοί νερόμυλοι τουλάχιστον πέντε αναφέρουν μέχρι σήμερα οι παππούδες, με παλιότερο αυτόν του Γκούμα που λειτούργησε στα 1850 περίπου πιθανότατα στην τοποθεσία Ταξιάρχης. Ήταν τα χρόνια της ακμής, όταν το χωριό είχε μεγάλη παραγωγή σε στάρια και καλαμπόκια και στους νερόμυλους τα δημητριακά γινόντουσαν αλεύρι. Όλοι οι μύλοι, εκτός από έναν, είναι σήμερα γκρεμισμένοι. Ο μοναδικός επιζών πέτρινος νερόμυλος του Λιάσκου βρίσκεται κάτω από τα σπίτια του χωριού, όπου καταλήγει ένα σύντομο μονοπάτι. Στο εσωτερικό η φτερωτή και οι μυλόπετρες είναι σκεπασμένες από ένα πυκνό πέπλο ιστών αράχνης και το μόνο που έμεινε αναλλοίωτο γύρω του είναι το μουρμουρητό του Σελινούντα.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό μνημεία της ορεινής αρχιτεκτονικής του χωριού είναι ο παλιός πέτρινος νερόμυλος του Λιάσκου, το πέτρινο γεφύρι του Λιάσκου, φτιαγμένο από κόκκινη πέτρα και πνιγμένο στους κισσούς, το οποίο επίσης βρίσκεται κάτω από τα σπίτια του χωριού. Χτίστηκε το 1950 και αντικατέστησε το παλιό ξύλινο που υπήρχε εκεί.
Με τόσα νερά εξάλλου να τρέχουν ανάμεσα στα σπίτια της Άνω Βλασίας είναι επόμενο ότι οι πέτρινες βρύσες θα είναι κάμποσες. Η πλέον χαρακτηριστική και διάσημη από αυτές είναι η Χαλκιοβίνα, η πηγή στην είσοδο του χωριού με τα δύο μεγάλα πλατάνια.

Κοντινές αποδράσεις στις ανωβλασίτικες εξοχές

Γύρω από την Άνω Βλασία υπάρχει το βουνό, το ποτάμι, τα τοπία τους και ένα σωρό μικρά και μεγάλα μυστικά γνωστά μόνο στους μόνιμους κατοίκους του χωριού, στους αγρότες και στους κτηνοτρόφους. Αν έρθετε ως εδώ αξίζει οπωσδήποτε να ψάξετε μερικά από τα μικρά και μεγάλα θαύματα της ανωβλασίτικης φύσης. Δυστυχώς, εκτός από διάθεση, θα χρειαστείτε καλά ορειβατικά μποτάκια και ένα αξιόπιστο εκτός δρόμου όχημα. Αν τα έχετε όλα, φύγατε.

Διαδρομή Άνω Βλασία-Λεχούρι: Είναι μια από τις ωραιότερες και συναρπαστικότερες ορεινές διαδρομές της Πελοποννήσου! Ο χωματόδρομος ξεκινάει από τα τελευταία σπίτια του χωριού, περνάει από τοπία με υπέροχη θέα στα μικρά οροπέδια με τα παλιά μετόχια και τα πέτρινα σπιτάκια με τις φολιδωτές πλάκες στις στέγες, περνάει δίπλα από τις βουερές πηγές στο Σουλινάρι, διασχίζει ρυάκια και χείμαρρους με λείους βράχους γυαλισμένους από τα βρύα, και σιγά σιγά ανηφορίζοντας χώνεται μέσα στο θεόπυκνο ελατόδασος. Οδηγείτε μέσα στα μυστηριακά σκοτάδια του Ερύμανθου και φτάνετε σ΄ ένα διάσελο στα 1.450 μ. περίπου, όπου ο χωματόδρομος κατηφορίζει με κλειστές στροφές αλλά πάντα μέσα σε δάσος προς το χωριό Λεχούρι. συνολικά 16 χμ. μετά την Άνω Βλασία. Αν σας φαίνονται ωραία όλ΄ αυτά, σπεύσατε, γιατί ο δρόμος οδεύει ταχύτατα προς ασφαλτόστρωση, και δυστυχώς θα χάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος από την άγρια ομορφιά του.

Διαδρομή Μετόχι-Κούτελη: Για την ακρίβεια ο χωματόδρομος ξεκινάει μετά το χωριό Μετόχι, πάνω ακριβώς στον ασφαλτόδρομο Βλασίας-Καλαβρύτων εκεί όπου θα δείτε μια ξύλινη πινακίδα που γράφει »Προς Ροδέα». Ο δρόμος είναι αρκετά φαρδύς και καλοσυντηρημένος (έχει χρησιμοποιηθεί ως ειδική διαδρομή σε ράλι αυτοκινήτων) και αρχικά διασχίζει τους χαμηλούς λόφους με τα πουρνάρια αλλά μετά χώνεται σε ένα θαυμάσιο ελατόδασος. Η Ροδέα, που ανέφερε η πινακίδα, είναι μια παιδική κατασκήνωση και στη μόνη διασταύρωση που θα συναντήσετε στη συνέχεια, θα ακολουθήσετε το δεξιό (νότιο) χωματόδρομο (ο άλλος κατηφορίζει στο χωριό Μάνεσι). Η διαδρομή είναι ωραιότατη και προκαλεί για γρήγορη οδήγηση, Χείμαρροι του Ερύμανθου στη Σέρδενη αρκεί να μην έχει βρέξει. Μέσα από τα ωραία ελατοδάση και ακριβώς 9,7 χμ. από την προηγούμενη διασταύρωση θα μπείτε στα σπιτάκια της γραφικής Κούτελης.

Καταρράκτης Αγίου Ταξιάρχη: Είναι αναμφίβολα το πιο επιβλητικό θαύμα της ανωβλασίτικης φύσης και ένα ελάχιστα γνωστό μυστικό. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πινακίδες, οπότε θα πρέπει να σας δείξουν το σύντομο χωματόδρομο νότια από το χωριό που θα σας οδηγήσει σε μια πηγή και ένα εικονοστάσι. Πίσω από την πηγή υπάρχει ένα μυστηριώδες και θεοσκότεινο σπήλαιο (οι έχοντες κάνει μια πρόχειρη εξερεύνηση στο εσωτερικό μιλούν για φοβερές εικόνες και υπόγειες λίμνες!) και αφού παρκάρετε θα κατηφορίσετε την απότομη πλαγιά με τα πλατάνια, πατώντας με προσοχή πάνω σ΄ ένα παχύ χαλί με πλατανόφυλλα, ως την κοίτη του ποταμού. Εκεί θα δείτε την πηγή της βουής που ακούγεται απόκοσμη ως πάνω στο δρόμο: νερά από διάφορες κατευθύνσεις σμίγουν πάνω από μια σπηλιά τρυπημένη στην οροφή, πέφτουν με ορμή μέσα σε μια σκοτεινή λίμνη και συνεχίζουν για να ενωθούν με το Σελινούντα. Η εικόνα είναι εξόχως υποβλητική με τη λεπτή ομίχλη από τους ψεκασμούς των καταρρακτών να υγραίνει την ατμόσφαιρα, το φως να παιχνιδίζει με τις σταγόνες ξετρυπώνοντας την οροφή του σπηλαίου και τα νερά να διεκδικούν από την πέτρα την κυριαρχία του τόπου. Η εικόνα κόβει την ανάσα, και ίσως γι΄ αυτό οι νεράιδες (που σίγουρα θα ζούσαν εδώ) έπαιρναν τη λαλιά των αθώων χωρικών. Αναμφίβολα από εδώ θα πέρασε και η Καλλιστώ και όλες οι νύμφες της Άρτεμης και θα λούστηκαν γυμνές στη σκιερή δροσιά. Από εδώ θα πέρασε ο Πάνας με τη δική του οργιώδη συνοδεία μεθυσμένη από τα φοβερά κρασιά της περιοχής, και οπωσδήποτε εδώ ήταν κάποτε το ενδιαίτημα των αερικών και των πλασμάτων της αθώας φαντασίας των Ανωβλασιωτών. Μην το χάσετε!

Διαδρομή στη Σέρδενη και στο Μπαρμπούτσι: Ο χωματόδρομος διασχίζει τα εύφορα χωράφια της Άνω Βλασίας -έρημα σήμερα και κάποτε γεμάτα ζουμερές μηλιές- και αρχίζει να ανηφορίζει την πλαγιά του βουνού. Στην είσοδο ακριβώς του δάσους θα δείτε δεξιά ένα χωματόδρομο κλειστό με μπάρα. Εδώ είναι η Σέρδενη και το Μαυροπλάι, τόποι φημισμένοι κάποτε για τα φασόλια και τις φακές που έβγαζαν. Πάρτε φωτογραφικές μηχανές και ξεκινήστε μια απολαυστική και σύντομη πεζοπορία, περάστε ένα γρέκι (στάνη δηλαδή) και ανηφορίστε στην κοίτη ενός χειμάρρου δίπλα στα βουερά νερά. Σύντομα δε θα μπορείτε να ανεβείτε άλλο γιατί θα φτάσετε σε ένα ωραιότατο καταρράκτη, όπου το παγωμένο νερό του Ερύμανθου πέφτει με βουή σε τρία σκαλοπάτια πριν ενωθεί με τον υπόλοιπο χείμαρρο. Επιστρέφετε στο όχημα και συνεχίζετε την καταπληκτική ορεινή διαδρομή φιδογυρίζοντας μέσα στα έλατα, ώσπου ο δρόμος να σταματήσει στα 1.096 μ. υψόμετρο. Είστε στο Μπαρμπούτσι, εκεί όπου χωρίζουν οι στράτες των βοσκών τα καλοκαίρια: άλλοι για να πάνε στις θερινές βοσκές της Μουγγίλας και άλλοι για το Γυριστό. Οι εικόνες είναι μοναδικές με τους γυμνούς γρανίτες του Ερύμανθου πάνω από τα δάση των ελάτων και τις σχεδόν κάθετες πλαγιές. Σπασμένα ξύλα και κορμοί από έλατα ολόγυρα, κατρακυλισμένες στουρναρόπετρες από τα άγρια υψίπεδα, πουλιά, και πού και πού καμιά σαλαμάνδρα θα είναι η ορεινή συντροφιά σας μαζί με άφθονο δέος!

Διαδρομή προς τη Μονή Μακελαριάς: Ξεπερνώντας τα όρια του χωριού, αυτή είναι μια άνετη και σχετικά σύντομη διαδρομή την οποία αξίζει να πραγματοποιήσετε αν έρθετε στην Άνω Βλασία. Οδηγείτε στον ασφαλτόδρομο προς τα Καλάβρυτα και στρίβετε στα Φλάμπουρα αριστερά (υπάρχουν πινακίδες). Ο ασφαλτόδρομος διασχίζει τον κάμπο και αρχίζει να ανηφορίζει μετά το μικρό Νεοχώρι. Ανεβαίνοντας απολαμβάνετε την ωραία θέα στην κοιλάδα του Σελινούντα και 3 περίπου χμ. μετά το Νεοχώρι θα δείτε δεξιά έναν ωραίο χωματόδρομο και την πινακίδα που σας στέλνει στη μονή μετά από 10 σκονισμένα χμ. Ο δρόμος χώνεται σε ένα εκπληκτικό δάσος από δρύες και οξιές (το οποίο είναι μαγευτικό το φθινόπωρο, καθώς τα δέντρα είναι καστανοκόκκινα σαν να καίγονται!) και ανεβοκατεβαίνει στις πλαγιές της Ψηλής Ράχης. Είναι καλοσυντηρημένος χωματόδρομος (μπορείτε να έρθετε και με απλό αυτοκίνητο) και όλες οι χωμάτινες διασταυρώσεις που θα συναντήσετε είναι επαρκώς σηματοδοτημένες. Στο διάσελο πριν την τελευταία κατηφόρα το τοπίο είναι πραγματικά θεσπέσιο, με τις πλαγιές της Αετοφωλιάς μπροστά σας, τις κορυφές του Παναχαϊκού και του Χελμού στο βάθος, ενώ ακόμη πιο κάτω, γύρω από τη βαθιά ρεματιά του Σελινούντα, οι πλαγιές, σκισμένες από τη διάβρωση, σχηματίζουν μορφές σαν το ζαρωμένο δέρμα ενός προϊστορικού θηρίου.
Η Μονή Μακελαριάς είναι το κρυφό μετέωρο της περιοχής, ένα καστρομονάστηρο χτισμένο στην κορυφή ενός μυτερού βράχου πάνω από την απόλυτη ερημιά. Η μονή είναι χτισμένη σε αυτή τη θέση από το 1784, ενώ η παλαιότερη -την οποία κατά παράδοση είχε χτίσει ο στρατηγός Βελισάριος τον 6ο αιώνα- βρισκόταν πιο χαμηλά. Είναι αμφίβολο αν θα τη βρείτε ανοιχτή και αν έρθετε με εκτός δρόμου όχημα, δοκιμάστε την τύχη σας ανακαλύπτοντας τις χωμάτινες διαδρομές προς Λαπαναγούς και Ρακίτα ή την πιο σύντομη προς Πετσάκους, δίπλα από τις όχθες του Σελινούντα.

Τελευταία τροποποίηση στιςΠαρασκευή, 12 Ιουλίου 2013 12:08
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Ιστορία Επικοινωνία »
επιστροφή στην κορυφή

Ο ΔΗΜΟΣ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ