Menu

 

OXE LOGO

StratPlanMain

KANKATH

 SXEDIO2 

kanali you kal

AdespotaIstoselida

eservices

 

MainImageOt

 

discover site

 

Οικογένεια Ζαΐμη

Ζαΐμης ήταν το επώνυμο της ιστορικής οικογένειας προκρίτων από τα Καλάβρυτα, η οποία προσέφερε πολλές υπηρεσίες στο Γένος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά και αργότερα στο ελεύθερο κράτος. Με τους Φίλιππο Ζαΐμη, 1730, τον πρώτο από την οικογένεια που έγινε προεστός Καλαβρύτων, και Κωνσταντίνο Ζαΐμη, προεστό Καλαβρύτων και βεκίλη του Μοριά στην Υψηλή Πύλη, κυριότεροι εκπρόσωποι της οικογένειας αυτής ήταν:

Παναγιώτης Ζαΐμης, Προεστός Καλαβρύτων.

Αδελφός του Κωνσταντίνου Ζαΐμη. Γεννήθηκε στην Κερπινή και πέθανε στη Ζάκυνθο μεταξύ 1770 και 1775. Έλαβε μέρος το 1767 στη συνέλευση των προυχόντων Πελοποννήσου στην Καλαμάτα, όταν ζητήθηκε η βοήθεια της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Αικατερίνης Β’ για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Μετά την αποτυχία της Επανάστασης του 1769, στην οποία μετείχε, κατέφυγε στη Ζάκυνθο και από εκεί στη Ρωσία, όπου υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό με το βαθμό του ταγματάρχη. Επέστρεψε αργότερα στη Ζάκυνθο, αλλά ενώ ετοιμαζόταν να ξαναγυρίσει στη Ρωσία με σκοπό την οριστική εγκατάσταση του εκεί πέθανε. Είχε δυο γιους τον Ασημάκη και τον Κωνσταντίνο, αγωνιστή και αρχηγέτη ιδιαίτερου κλάδου της οικογένειας στην Πάτρα.

 

Ανδρούτσος (Ανδρέας) Ζαΐμης, Προεστός Καλαβρύτων.

Νεώτερος αδελφός του Παναγιώτη Ζαΐμη. Διετέλεσε μωράγιαννης (έπαρχος). Αναμίχτηκε αδελφός του Παναγιώτη Ζαΐμη. Διετέλεσε μωράγιαννης. Αναμίχθηκε οε κινήσεις που στρέφονταν εναντίον των Τούρκων. Όταν ο Χαμουζή πασάς πληροφορήθηκε τούτο, διέταξε να στραγγαλιστεί (κατά διάφορες πληροφορίες τούτο έγινε μεταξύ 1787 και 1792) και η περιουσία του να δημευθεί.

 

Ασημάκης Ζαΐμης, Προεστός Καλαβρύτων, Κερπινή περίπου 1745 - Ναύπλιο 1826.

Γιος τού Παναγιώτη. Σπούδασε στην Πίζα. Πρωτεργάτης τού Αγώνα, υπηρέτησε το έθνος στη διάρκεια τής Επανάστασης. Το 1819 μυήθηκε από τον Γρηγόριο Δικαίο, Παπαφλέσσα, στη Φιλική Εταιρεία και διετέλεσε έφορος της στην Πελοπόννησο. Λέγεται ότι ο Χονδρογιάννης ενέργησε με διαταγή του όταν επιτέθηκε πρώτος εναντίον τουρκικού αποσπάσματος στα Μαζέικα (Κλειτορία) στις 18 Μαρτίου 1821. Μέλος της Γερουσίας της Πελοποννήσου, η οποία προήλθε από τη Συνέλευση των Καλτεζών (Μάιος 1821). Κατά την Επανάσταση, παρά τη μεγάλη ηλικία του, πήρε μέρος στη μάχη τής Ακράτας (1823). Κατά τον εμφύλιο πόλεμο υπέστη σοβαρές και ταπεινωτικές διώξεις (1824-1825), μαζί με τον γιο του Ανδρέα, από τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Κωλέττη και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, κατ’ έμπνευση των Κουντουριώτηδων. Πέθανε το 1826 στο Ναύπλιο από τον ενδημούντα τότε εκεί τύφο. Γιοι του ήταν ο πολύς Ανδρέας, ο Παναγιώτης Αγωνιστής (γεννήθηκε στην Κερπινή και πέθανε στην Πάτρα, το 1858), και ο Ιωάννης Αγωνιστής (Κερπινή 1796 - Πάτρα 1882), πρώτος δήμαρχος Πατρών, πληρεξούσιος στη Β' Εθνική Συνέλευση τού Άστρους (1823) και Βουλευτής μετά το 1865. Έλαβε μέρος στη σύναψη των δανείων τής Ανεξαρτησίας ως μέλος τής Ειδικής Επιτροπής (1823-1825).

 

Ιωάννης Ζαΐμης, δήμαρχος Πατρέων (1797 - 1882).

Γεννήθηκε το 1797 και ήταν γιός του Ασημάκη Ζαΐμη, γόνου της ισχυρής οικογένειας των προυχόντων. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821 και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Παντρεύτηκε την Αγγελική Κανακάρη-Ρούφου. Το 1836 διορίστηκε δήμαρχος από την δημαιρεσιακή επιτροπή της Αντιβασιλείας. Τον επόμενο χρόνο όμως παραιτήθηκε για να τον αντικαταστήσει ο Ιωάννης Μπουκαούρης. Στη δεύτερη δημαρχιακή εκλογή (1837) έγινε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου. Το 1841 διορίστηκε βουλευτής Καλαβρύτων ενώ το 1843 ξαναχρημάτισε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου. Εκατόν πενήντα οκτώ χρόνια αργότερα ένας απόγονος της οικογένειας του, και συγκεκριμένα του αδερφού του, ο Ανδρέας Ζαΐμης, διεκδίκησε χωρίς επιτυχία τον δημαρχιακό θώκο. Απεβίωσε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1882. Ήταν θείος του μετέπειτα πρωθυπουργού Θρασύβουλου Ζαΐμη.

 

Ανδρέας Ζαΐμης, Φιλικός, προεστός Καλαβρύτων & κορυφαίος πολιτικός (Κερπινή 1791 - Αθήνα 1840).

Πρωτότοκος γιος τού Ασημάκη. Υπηρέτησε πολιτικά και στρατιωτικά στον Αγώνα, διακρίθηκε για τη μετριοπάθεια του και άσκησε επωφελή επίδραση στα πολιτικά πράγματα τού μαχόμενου Γένους.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ανδρέα Λόντο, με τον οποίο είχε συνδεθεί, και μύησε αυτός τον πατέρα του και άλλους. Στο μεταξύ πήγε στην Πίζα για σπουδές, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε. Στην Πελοπόννησο επέστρεψε τον Ιανουάριο τού 1821. Οι επιφυλάξεις του για την ωριμότητα του χρόνου κήρυξης τού Αγώνα δεν τον εμπόδισαν, όταν ήλθε η στιγμή, να πρωτοστατήσει στην κήρυξη της Επανάστασης.

Η συμβολή του στη στρατιωτική πορεία των γεγονότων υπήρξε ουσιαστική (εκστρατεία Δράμαλη, πολιορκία Τριπολιτσάς, πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου (1822), μάχη Ακράτας κ.ά.). Ο Ανδρέας Ζαΐμης διακρίθηκε ωστόσο περισσότερο ως πολιτικός. Ως Πληρεξούσιος τής Πελοποννήσου μετείχε στην Α' Εθνική Συνέλευση τής Επιδαύρου (1821-1822) και για τον λόγο αυτό τιμήθηκε με το ειδικό αναμνηστικό μετάλλιο που συστάθηκε για τα ελάχιστα πρόσωπα που ίδρυσαν το ενιαίο νεώτερο ελληνικό κράτος. Έλαβε μέρος, επίσης, στο Βουλευτικό Σώμα που προέκυψε από τη Συνέλευση (1822-1823), καθώς και στη Β' Εθνική Συνέλευση στο Άστρος (1823), από την οποία εκλέχθηκε μέλος τού Εκτελεστικού Σώματος (26 Απριλίου 1823 - 5 Ιανουαρίου 1824), υπό την προεδρία τού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Υπερασπιστής αρχικά τής πολιτικής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ενίσχυσε αυτόν πολιτικά και έτσι ήρθε σε σύγκρουση με τους αντιπάλους του. Κατά την περίοδο τού Β' Εμφύλιου πολέμου διώχθηκε σκληρότατα από το υπό την προεδρία του Γεωργίου Κουντουριώτη νέο Εκτελεστικό Σώμα (Ιανουάριος 1824-Απρίλιος 1826), τον αφανή υποστηρικτή τής αντιπελοποννησιακής ομάδας Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον εμφανή και εμπαθή εχθρό της Ιωάννη Κωλέττη και τους εντεταλμένους από την κυβέρνηση στρατιωτικούς Ιωάννη Γκούρα, Γεώργιο Καραϊσκάκη ως συμμέτοχος «ανταρσίας», πολιτικού και ποινικού αδικήματος κατά τον τότε ποινικό κώδικα (Απάνθισμα των Εγκληματικών). Για να σωθεί αναγκάστηκε, μαζί με τον Ανδρέα Λόντο, να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και να καταφύγει στη Δυτική Στερεά. Επέστρεψε μετά τη χορήγηση αμνηστίας στους «αντάρτες» (Μάιος 1825) και ανέλαβε τότε ηγετική θέση στις επιχειρήσεις κατά τού Ιμπραήμ. Την περίφημη «Πράξη περί υπερασπίσεως τού Ελληνικού Έθνους» (Ιούνιος-Ιούλιος 1825), φερόμενη ως συνέπεια τής δεινής θέσης τού έθνους, υπέγραψε και ο Ανδρέας Ζαΐμης, με την εντύπωση ότι συνέβαλλε στο σχέδιο τού Δ. Ρώμα ότι θα συνέτρεχε η Βρετανία τον Αγώνα και όχι ότι η Πράξη αυτή θα αποτελούσε το θεμέλιο τής εκούσιας ένταξης του έθνους στην ξένη προστασία, δηλαδή σε μια μορφή παραλλαγής βρετανικού προτεκτοράτου, κάπως διάφορη εκείνης των Ιονίων Νήσων.

Τον Απρίλιο 1826 εκλέχθηκε πρόεδρος τής Διοικητικής Επιτροπής τής Ελλάδος με δικτατορική εξουσία από την αγχόμενη Γ' Εθνική Συνέλευση τής Επιδαύρου, στην οποία προσγράφεται το ακόμη περισσότερο εθνικά επικίνδυνο μυστικό «Ψήφισμα περί αυτονομίας» και η ανάθεση διαπραγματεύσεων για συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη μέσω τού Βρετανού πρεσβευτή στην Πόλη Στράτφορντ Κάνιγκ (12 Απριλίου 1826). Τα ψηφίσματα τής Συνέλευσης φέρονται ότι αποφασίστηκαν μετά τη δραματική εντύπωση που προκάλεσε η πτώση τού Μεσολογγίου. Η αλήθεια είναι ότι είχαν προαποφασιστεί ως αναπόφευκτη συνέπεια τής θλιβερής κατάστασης που είχε επιφέρει η εμφύλια διαμάχη στην εθνική συνοχή και αναγκαίο αποτέλεσμα τής ταπεινής πολιτικής μισαλλοδοξίας. Παράλληλα προς την εκ πληρεξουσίων συγκροτηθείσα «Επιτροπή τής Συνελεύσεως» καταλύθηκαν από την Εθνική Συνέλευση το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό και ανεστάλη ο κοινοβουλευτικός βίος. Η γενική διακυβέρνηση τής χώρας ανατέθηκε από τη Συνέλευση με απόλυτα δικαιώματα στην ενδεκαμελή Διοικητική Επιτροπή τής Ελλάδος, τής οποίας πρόεδρος ορκίστηκε ο Ανδρέας Ζαΐμης. Η Διοικητική Επιτροπή τής Ελλάδος παραιτήθηκε στις 26 Μαρτίου 1827 και παρέδωσε την εξουσία στον Ιωάννη Καποδίστρια στις 3 Απριλίου 1827. Η περίοδος τής δικτατορικής εξουσίας του Ανδρέα Ζαΐμη είχε λήξει.

Κατά την περίοδο τής προεδρίας τού 1ωάννη Καποδίστρια, ο Ανδρέας Ζαΐμης διετέλεσε μέλος τού Πανελληνίου (συμβουλευτικού σώματος) και πρόβουλος του επί των Εσωτερικών τμήματος αυτού. Επειδή δεν συμφωνούσε με την πολιτική του κυβερνήτη, πιθανώς και με την προέχουσα θέση τούτου, τον αντιπολιτεύθηκε, πάντοτε όμως με μετριοπάθεια και προσοχή. Έλαβε μέρος στην Δ' Εθνική Συνέλευση τού 1829, στο Άργος, αλλά όχι και στο νέο συμβουλευτικό σώμα που ιδρύθηκε τότε, τη Γερουσία της Ελλάδος. Η αντικαποδιστριακή του θέση τον οδήγησε ως πληρεξούσιο στην Δ', κατ' επανάληψη, Συνέλευση, η οποία συγκλήθηκε από τον Κωλέττη στα Μέγαρα και στην Περαχώρα και κάλυπτε τους συνταγματικούς πολιτικούς παράγοντες (1831-1832). Από τη Συνέλευση αυτή, που εκπροσωπούσε τη μια μερίδα της διχασμένης ελληνικής ηγέτιδας τάξης, ο Ζαΐμης εκλέχθηκε μέλος τής τριμελούς Διοικητικής Επιτροπής τής Ελλάδος (10 Δεκεμβρίου 1831), στην οποία ανατέθηκε, από τους διευθύνοντες το «Κράτος τής Περαχώρας», η διακυβέρνηση τής χώρας. Στο μεταξύ, μετά την παραίτηση τού νέου κυβερνήτη Αυγουστίνου Καποδίστρια (τέλη Μαρτίου 1832) και την πολιτική επικράτηση των «συνταγματικών», ο Ζαΐμης εκλέχθηκε από τη Γερουσία μέλος τής επταμελούς (ενιαίας) Διοικητικής Επιτροπής τής Ελλάδος, που στη συνέχεια περιορίστηκε σε τριμερή (1832) και έτσι διατηρήθηκε μέχρι την άφιξη του Όθωνος στην Ελλάδα. Παράλληλα έλαβε μέρος στην Δ' κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευση στην Πρόνοια (1832), που ενέκρινε την εκλογή τού πρίγκιπα Όθωνος της Βαυαρίας ως βασιλιά τής Ελλάδας.

Κατά το 1833 (μετά τη σύσταση τού Συμβουλίου τής Επικρατείας) ο Ανδρέας Ζαΐμης διορίστηκε Σύμβουλος της Επικρατείας εις «έκτακτον υπηρεσίαν» και προσωρινά νομάρχης Αιτωλίας και Ακαρνανίας και κατά το 1834 με το αξίωμα τού «Αυλικού Πληρεξουσίου τού Βασιλέως» πήγε στη Μεσσηνία για να επιβάλει την τάξη και να ερευνήσει τα αίτια τής αναταραχής. Η δριμύτητα τής καταστολής τής στάσης είναι γνωστή.

Μετά τη συγκρότηση και διοργάνωση τού Συμβουλίου τής Επικρατείας αναδιορίστηκε ως σύμβουλος τής Επικρατείας «εις τακτικήν υπηρεσίαν» (1835) και αντιπρόεδρος του σώματος. Ο Ανδρέας Ζαΐμης συνέβαλε κατά την πρώτη οθωνική περίοδο σε γενικότερες προσπάθειες εθνικής ανάπτυξης, όπως π.χ. στην οργάνωση τής «Επιτροπής επί τής εμψυχώσεως τής εθνικής βιομηχανίας» (1837), στην ίδρυση τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1636), στην προπαρασκευή τής ίδρυσης τής Εθνικής Τραπέζης τής Ελλάδος. Τιμήθηκε με το αργυρούν Αριστείο τού Αγώνος (1835), κατατάχθηκε στην ολιγάριθμη «Εξαίρετη Τάξη» των Πολιτικών Αγωνιστών, από την προς τούτο συγκροτηθείσα ειδική επιτροπή, και διαδοχικά έλαβε τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος (1834), τον Ανώτερο Ταξιάρχη (1837) και τον Μεγαλόσταυρο του ίδιου τάγματος (1838), πέρα βέβαια από το αργυρό αναμνηστικό μετάλλιο των μελών τής Α' Εθνικής Συνέλευσης (1821-1822). Η μεγαλύτερη, όμως, τιμή γι' αυτόν υπήρξε η υπογραφή τής «Διακηρύξεως περί της πολιτικής υπάρξεως και ανεξαρτησίας» του Ελληνικού Έθνους (1η Ιανουαρίου 1822). Πέθανε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 1840, κηδεύθηκε στον τότε Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο. Ο τάφος του, δίπλα στον ναό του Αγίου Λαζάρου και στον τάφο τού ζεύγους Κωνσταντίνου Κανάρη, σωζόταν ως ιστορικό μνημείο, αλλά πριν από λίγα μόλις χρόνια καταργήθηκε ως εγκαταλελειμμένος.

Το ασφαλώς πλούσιο αρχείο (όσο σώθηκε μετά τις καταστροφές τού Εμφύλιου πολέμου 1824-1825) του Ανδρέα Ζαΐμη και γενικότερα της μεγάλης αυτής οικογένειας του Αγώνα δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη. Δυστυχώς ελλείπει συστηματική βιογραφία τού Ανδρέα Ζαΐμη, ενός από τους «ιδρυτές» τού νεοελληνικού κράτους. Ο Ανδρέας Ζαΐμης έλαβε ως αποζημίωση γαίες (πρώην οθωμανικές) στον Καστελλόκαμπο Ρίου (και εκεί έχει χτιστεί οίκημα που σώζεται μέσα στον χώρο τού κτήματος, τα Ζαϊμαίικα).

Ο Ανδρέας Ζαΐμης, μολονότι πρόσωπο που επιδόθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην πολιτική ζωή και την πολεμική βέβαια δράση κατά τον Αγώνα και που δεν είχε την ευκαιρία να στρέψει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του προς τα γράμματα, δεν παρέλειψε να επιδείξει τον σεβασμό του προς αυτά, όχι μόνο με την πολιτική του συμβολή στις σχετικές προσπάθειες, που εκτείνονται και στον γενικότερο αναπτυξιακό χώρο τής αναγεννηθείσης πατρίδας, αλλά και εικονογραφικά, ίσως για την ιστορική δικαίωση του, κρατώντας στο χέρι τόμο βιβλίου (φιλολογίας ή πολιτικής νομοθεσίας) στην εικόνα που φιλοτέχνησε ο Δ. Τσώκος και που σώζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ένδειξη πάντως όχι συχνή στις λοιπές ανάλογες εικονογραφίες.

Ωραιότατη εικόνα τού Ανδρέα Ζαΐμη φιλοτεχνήθηκε από τον Βαυαρό αξιωματικό και εξαίρετο καλλιτέχνη Karl Krazeizen.

 

Θρασύβουλος Ζαΐμης, πολιτικός (Κερπινή 1822 - Αθήνα 1880).

Γιος τού Ανδρέα Ζαΐμη. Σπούδασε νομικά. Εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Καλαβρύτων σε ηλικία 25 ετών (1850) και από τότε εκλεγόταν συνεχώς, δηλαδή κατά την Γ’ Βουλευτική Περίοδο (1850-1853), την Δ' (1853-1855), την Ε' (1856-1859), την ΣΤ' (1859-1860) και αργότερα κατά τη Γεωργιανή περίοδο. Διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής μεταξύ 4ης Δεκεμβρίου 1854 και 25ης Οκτωβρίου 1855. Κατά το διάστημα τούτο είχε την έμπνευση της έκδοσης των Αρχείων τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, ιδέα που τέθηκε σε εφαρμογή από τους διαδόχους του Αλέξανδρου Κουμουνδούρο και Αλέξανδρου Κοντόσταυλο. Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης ανέλαβε στις 29 Μαΐου 1859 το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης και προσωρινά των Εξωτερικών (12 Ιουνίου 1860) στην κυβέρνηση Αθανασίου Μιαούλη. Επί τής υπουργίας του θεμελιώθηκε το Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών (Αύγουστος 1859). Από το υπουργικό αξίωμα παραιτήθηκε στις 18 Απριλίου 1860 γιατί διαφώνησε με τον βασιλιά Όθωνα σχετικά με τα βαυαρικά δάνεια. Μεταξύ 30ης Οκτωβρίου και 16ης Νοεμβρίου 1860 διετέλεσε πάλι Πρόεδρος της Βουλής. Έκτοτε μεταπήδησε στην αντιπολίτευση και μετά την έξωση του Όθωνος (το σχετικό «Ψήφισμα του Έθνους» δεν δέχθηκε να υπογράψει), η τριμελής προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη του ανέθεσε το Υπουργείο Εσωτερικών (11 Οκτωβρίου 1862), που διατήρησε για έναν μήνα. Έλαβε μέρος στη Β' Εθνική Συνέλευση ως πληρεξούσιος Καλαβρύτων (1862-1864). Μέλος τής τριμελούς Επιτροπής, με τον Κωνσταντίνο Κανάρη και τον Δημήτριο Γρίβα, που πήγε στην Κοπεγχάγη για να προσφέρει το Ελληνικό Στέμμα στον νεοεκλεγέντα βασιλιά Γεώργιο Α' κατ' εντολή τής Εθνικής Συνέλευσης. Ανέλα6ε και πάλι το υπουργείο Εσωτερικών στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κανάρη (5 Μαρτίου - 16 Απριλίου 1864) και στη συνέχεια, αφού συντελέστηκε η Ένωση τής Επτανήσου, η κυβέρνηση τον απέστειλε στην Κέρκυρα για να διευθετήσει τα ζητήματα που προέκυψαν από την προσάρτηση, να εγκαταστήσει τις ελληνικές αρχές και να υπογράψει τα σχετικά πρωτόκολλα με τον τέως Βρετανό αρμοστή. Μετά την ψήφιση τού νέου Συντάγματος και την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής εποχής (Γεωργιανής), έλαβε μέρος στις εξής βουλευτικές περιόδους: Β' (1868), Γ (1869-1871), Δ' (1872), Ε' (1873-1874), ΣΤ' (1874-1875), Ζ' (1875-1879), Η' (1879-1880) ως βουλευτής Καλαβρύτων. Στις βραχύβιες κυβερνήσεις Επαμεινώντα Δεληγιώργη ανέλαβε και πάλι το υπουργείο Εσωτερικών (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1865). Μετά από λίγο ίδρυσε δικό του κόμμα και στις 25 Ιανουαρίου 1869 σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση του, στην οποία διατήρησε το υπουργείο Εσωτερικών. Τον επόμενο χρόνο, όμως, αναγκάστηκε να παραιτηθεί (9 Ιουλίου 1870), εξαιτίας τής ληστείας τού Δήλεσι, κατά την οποία φονεύθηκαν τρεις Άγγλοι ταξιδιώτες και ένας Ιταλός. Σχημάτισε νέα κυβέρνηση στις 28 Οκτωβρίου 1871, στην οποία διατήρησε τα χαρτοφυλάκια των Εσωτερικών και Εξωτερικών, αλλά παραιτήθηκε μετά από δίμηνο. Στην οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Κανάρη (26 Μαΐου 1877 - 11 Ιανουαρίου 1878) ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης. Στο μεταξύ διετέλεσε δύο φορές πρόεδρος τής Βουλής (Φεβρουάριος 1874 και Σεπτέμβριος 1876 - Μάρτιος 1877). Μέλος τής βραχύβιας συμμαχικής κυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη το 1878, ανέλαβε τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης (21-26 Οκτωβρίου 1878).

Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης διακρινόταν για τη συντηρητικότητά του, τη σύνεση και τη μετριοπάθεια του, καθώς και τη συμβολή του σε κάθε εκδήλωση εθνικής προβολής, κοινωνικής αγαθοεργίας και πνευματικής δραστηριότητας. Πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 1880 από συγκοπή τής καρδιάς. Την ημέρα αυτή τού απονεμήθηκε (μεταθανάτια) ο Μεγαλόσταυρος τού Τάγματος του Σωτήρος.

 

Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρόεδρος της Δημοκρατίας (Αθήνα 1855 - Βιέννη 1936).

Δευτερότοκος γιος του Θρασυβούλου Ζαΐμη. Σπούδασε νομικά επί δύο χρόνια στην Αθήνα και στη συνέχεια στα πανεπιστήμια Λειψίας, Βερολίνου και Χαϊδελβέργης, από όπου πήρε και το διδακτορικό δίπλωμα της νομικής. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, στην τότε Ελευθέρα Σχολή Πολιτικών Επιστημών, από την οποία επίσης αποφοίτησε.

Μετά τον θάνατο τού πατέρα του άρχισε να πολιτεύεται στην επαρχία Καλαβρύτων και εκλέχθηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1885 υπό τη σημαία τού Θεόδωρου Δεληγιάννη. Έλαβε μέρος και εκλέχθηκε, επίσης, βουλευτής Καλαβρύτων στις βουλευτικές περιόδους 1887-1890, 1890-1892, 1895-1898, 1899-1902, 1905-1906, 1906, στις Α' και Β' Αναθεωρητικές Βουλές (1910,1910-1911}, και ως βουλευτής Αχαΐας και Ήλιδος στη βουλευτική περίοδο 1912-1915. Κατά τις τρεις πρώτες συνόδους της περιόδου 1895-1898 διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής. Διετέλεσε επίσης υπουργός Δικαιοσύνης (1890-1892) και προσωρινώς των Εσωτερικών στην κυβέρνηση Θεόδωρου Δεληγιάννη και στις 21 Σεπτεμβρίου 1897 ανέλαβε την προεδρία της κυβέρνησης, από την οποία παραιτήθηκε στις 2 Απριλίου 1899. Επί της πρωθυπουργίας του έγιναν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, επιβλήθηκε ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος στη χώρα και αναλήφθηκε η Υπάτη Αρμοστία της Κρήτης από τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος.

Κατά τα «Ευαγγελιακά» (1901) μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Γ. Ν. Θεοτόκη, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης σχημάτισε κυβέρνηση (12 Νοεμβρίου 1901 - 24 Νοεμβρίου 1902). Στις 17 Νοεμβρίου 1902 διενήργησε εκλογές ως αρχηγός ιδίου μικρού κόμματος απέτυχε και κατά συνέπεια παραιτήθηκε όπως είχε συμβεί και το 1899. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1906 (μετά τις εξελίξεις που είχαν μεσολαβήσει στη Μεγαλόνησο), διορίστηκε από τις τέσσερις «Προστάτιδες Δυνάμεις» Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης κατά διαδοχή του παραιτηθέντος πρίγκιπα Γεωργίου και έπειτα από πρόταση τού βασιλιά Γεωργίου Α', θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 12 Οκτωβρίου 1908. Κατά το διάστημα 1913-1914 τού ανατέθηκαν διάφορες αποστολές στο εξωτερικό. Στις 8 Μαΐου 1914 εκλέχτηκε συνδιοικητής και στις 14 Δεκεμβρίου 1914 διοικητής της Εθνικής Τραπέζης τής Ελλάδος, με συνδιοικητή τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζγράφο. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 1920, παράλληλα προς άλλα αξιώματα που κατέλαβε. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό σχημάτισε τρεις βραχύβιες κυβερνήσεις (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1915, Ιούνιος - Σεπτέμβριος 1916, Απρίλιος - Ιούνιος 1917). Κατά τη διάρκεια της τελευταίας από αυτές απομακρύνθηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, έπειτα από πίεση που άσκησε η γαλλική κυβέρνηση. Μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, στις οποίες, επειδή διεξάχθηκαν με το πλειοψηφικός σύστημα, κανένα κόμμα δεν πλειοψήφησε, σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση, της οποίας η προεδρία ανατέθηκε στον Αλέξανδρο Ζαΐμη με κοινή συμφωνία όλων των κομμάτων (4 Δεκεμβρίου 1926). Διατήρησε την πρωθυπουργία και στις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν με ευρύ συνασπισμό (17 Αυγούστου 1927) και μετά τον στενό συνασπισμό (8 Φεβρουαρίου 1928) μετά τη διάλυση της οικουμενικής. Παραιτήθηκε στις 4 Ιουλίου 1928, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά τη θητεία του ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1927.

Στις 20 Μαΐου 1929 εκλέχθηκε αριστίνδην γερουσιαστής από τη Βουλή και τη Γερουσία και στις 22 του ίδιου μήνα πρόεδρος της Γερουσίας. Όταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Π. Κουντουριώτης παραιτήθηκε (9 Δεκεμβρίου 1929), ο Ζαΐμης ανέλαβε προσωρινά τα καθήκοντα προέδρου της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα ως πρόεδρος τής Γερουσίας. Μετά πέντε ημέρες (14 Δεκεμβρίου 1929) εκλέχθηκε από τα δύο νομοθετικά σώματα (Βουλή και Γερουσία) οριστικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας και επανεκλέχθηκε όταν έληξε η θητεία του (19 Οκτωβρίου 1934). Παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι την πολιτειακή μεταβολή (10 Οκτωβρίου 1935). Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του αναγνωρίστηκε από το Λαϊκό κόμμα η αβασίλευτη Δημοκρατία ως νόμιμο πολίτευμα τής χώρας (2 Οκτωβρίου 1932), σημειώθηκαν η ήττα του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, το αποτυχόν κίνημα τού Νικολάου Πλαστήρα της ίδιας ημέρας προς διατήρηση της εξουσίας υπό των Βενιζελικών, το νέο, επίσης αποτυχόν, κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, η σύγκληση τής Ε’ Εθνικής Συνέλευσης (1η Ιουλίου 1935), το επιτυχόν πραξικόπημα της 10ης Οκτωβρίου 1935, που είχε ως αποτέλεσμα την αυθημερόν κατάλυση του πολιτεύματος τής αβασίλευτης Δημοκρατίας.

Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης κατά γενική κρίση θεωρούνταν πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, μεγάλης σωφροσύνης, μετριοπάθειας και φιλοσοφικής διάθεσης, φορέας εγκαρτέρησης και σιωπηλού έργου, εντιμότατος (μετά την αποχώρηση του από τα αξιώματα του προέδρου της Δημοκρατίας και του διοικητή της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος δεν ελάμβανε αντίστοιχη σύνταξη). Η αξιοπρέπεια δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, και γι' αυτό άφησε αναμνήσεις αληθινού άρχοντα, που δίκαια είχε ανέλθει στα υψηλότερα αξιώματα της πολιτείας και τού έθνους, τιμώντας αυτά, παράλληλα προς την προσωπικότητα του, την οποία ανάλωσε σε ολόκληρη τη ζωή του στην υπηρεσία της πατρίδας, ιδίως στις δύσκολες στιγμές της ταραγμένης πολιτικής της ιστορίας. Πέθανε στη Βιέννη, όπου είχε πάει για θεραπεία των οφθαλμών του, στις 15 Σεπτεμβρίου 1936. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα και τάφηκε στις 22 Σεπτεμβρίου στο Α' Νεκροταφείο ·Αθηνών με μεγάλες τιμές από την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος εκφώνησε και επικήδειο λόγο.

 

Παναγιώτης Ζαΐμης, στρατιωτικός & πολιτικός (Αθήνα 1863-1937).

Νεώτερος αδελφός του Αλεξάνδρου και τεταρτότοκος γιος τού Θρασυβούλου Ζαΐμη. Πολιτεύθηκε μεταξύ 1895 και 1920. Βουλευτής Καλαβρύτων των βουλευτικών περιόδων 1895-1898, 1899-1902,1906-1910,1915-1920 («Βουλή των Λαζάρων») και μέλος των δύο Αναθεωρητικών Βουλών (1910-1911). Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως και προσωρινά της Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (15 Αυγούστου 1909 – 10 Ιανουαρίου 1910).

 

Ασημάκης Ζαΐμης, πολιτικός – δημόσιος λειτουργός (Αθήνα 1868-1951).

Πεμπτότοκος γιος τού Θρασυβούλου Ζαΐμη. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών και Μονπελιέ. Από το τελευταίο έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα. Βουλευτής Καλαβρύτων κατά τις βουλευτικές περιόδους ΙΔ' 1895-1898, ΙΕ' 1899-1902. Από το 1904 μέχρι το 1910 υπήρξε σύμβουλος και σύμβουλος-γενικός διευθυντής (1907) της «Εταιρείας Διαχειρίσεως των εις την Υπηρεσίαν του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους Υπεγγύων Προσόδων» (Μονοπωλίων).

 

Θρασύβουλος Ζαΐμης, αντιστράτηγος – γενικός επιθεωρητής του στρατού (1896-1985).

Πρωτότοκος γιος τού Ασημάκη Ζαΐμη. Έλαβε μέρος στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Κατά τον Πόλεμο 1940-1941 ανακλήθηκε ως έφεδρος και διετέλεσε διοικητής συντάγματος ορειβατικού πυροβολικού στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Επί Κατοχής υπηρέτησε στην Εταιρεία Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων. Μετά την απελευθέρωση ανακλήθηκε στην ενέργεια, επαναμονιμοποιήθηκε, προβιβάστηκε σε συνταγματάρχη αναδρομικά από τις 19 Δεκεμβρίου 1940 και ακολούθως σε ταξίαρχο (1946), σε υποστράτηγο (1948) και σε αντιστράτηγο (1951). Στους ανώτατους βαθμούς διετέλεσε επιτελάρχης σώματος στρατού, διοικητής ταξιαρχίας, διευθυντής Πυροβολικού ΓΕΣ, διοικητής μεραρχίας και διοικητής σώματος στρατού. Από τις 12 Δεκεμβρίου 1952 μέχρι τις 12 Ιουνίου 1954 (οπότε παραιτήθηκε) διετέλεσε αντιστράτηγος - Γενικός Επιθεωρητής του Στρατού.

 

Φωκίων Ζαΐμης, πολιτικός (1899-1967).

Δευτερότοκος γιος τού Ασημάκη. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Μόναχο. Δικηγόρος από το 1922, πολιτεύτηκε για πρώτη φορά ως ανεξάρτητος αντιβενιζελικός το 1926, εκλέχτηκε όμως ως ανεξάρτητος δημοκρατικός βουλευτής το 1928. Προσχώρησε στη συνέχεια στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και αργότερα στην Ένωση Κέντρου και εκλέχθηκε πολλές φορές βουλευτής Καλαβρύτων και Αχαΐας: Κόμμα Φιλελευθέρων Καλαβρύτων 1928, Αχαΐας 1932, Καλαβρύτων 1933, Αχαΐας 1936 (Γ’ Αναθεωρητική Βουλή), Ανεξάρτητος Αχαΐας 1946, Κόμμα Φιλελευθέρων 1950 – 1951, Ανεξάρτητος συνεργάτης Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού 1958 (αποσχίστηκε και εντάχτηκε στη «Νέα Πολιτική Μερίδα», 1960), Ανεξάρτητος συνεργάτης με Ένωση Κέντρου 1961, Ένωση Κέντρου 1963 - 1964 (από την οποία αποσχίστηκε ως ανεξάρτητος). Διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών (1931-1932), υπουργός Εφοδιασμού (1947-1948), Εσωτερικών (1949-1950), Οικονομικών (1951), Κοινωνικής Προνοίας (1950-1952) και κατά διαστήματα, προσωρινώς, Συντονισμού, Οικονομικών, Ναυτικών και Ανοικοδομήσεως.

 

Ανδρέας Ζαΐμης, πολιτικός (Αθήνα 1932).

Γιος τού Φωκίωνος. Δικηγόρος. Βουλευτής του κόμματος της «Νέας Δημοκρατίας» από το 1974 και εξής. Διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών 1974-1976, Εθνικής Αμύνης 1976-1977 και υφυπουργός Εξωτερικών (1977-1980).

 

Θεόδωρος Ζαΐμης, καθηγητής πανεπιστημίου (Κερπινή Καλαβρύτων 1848 -Αθήνα 1922).

Καταγόταν από άλλον κλάδο τής ίδιας οικογένειας. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διδάκτωρ 1870), στη Βιέννη και στο Γκρατς, όπου ειδικεύθηκε στη χειρουργική. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου διηύθυνε το χειρουργικό τμήμα τού Δημοτικού Νοσοκομείου της πόλης επί 25 έτη και αναδείχθηκε σε πρωτοπόρο και λαμπρό χειρουργό. Παράλληλα αναμίχτηκε στην πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής Καλαβρύτων στις βουλευτικές περιόδους ΙΔ' 1895-1898 και ΙΕ' 1899-1902, με αξιόλογη κοινοβουλευτική δράση επί εθνικών και τοπικών ζητημάτων. Το 1902 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Χειρουργικής Κλινικής. Διετέλεσε κοσμήτωρ της Ιατρικής Σχολής (1907) και πρύτανης τού πανεπιστημίου (1912).

Από το πανεπιστήμιο αποχώρησε το 1918 για πολιτικούς λόγους. Μετά τη μεταπολίτευση του 1920 εκλέχθηκε πληρεξούσιος Αχαϊοήλιδος στην Γ' Εθνική Συνέλευση (1920-1922) και υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως στις κυβερνήσεις Δ. Γ. Ράλλη, Ν. Καλογεροπούλου και Δ. Γούναρη (4 Νοεμβρίου 1920 - 2 Μαρτίου 1922), με πλούσιο νομοθετικό έργο. Πέθανε στις 18 Οκτωβρίου 1922 από συγκοπή τής καρδιάς, προφανώς συγκλονισμένος από τα τότε πολιτικά γεγονότα. Φέρεται ως ο τελευταίος γόνος τού οικογενειακού κλάδου στον οποίο ανήκε. Τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Σωτήρος (1920).

Τελευταία τροποποίηση στιςΠαρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2013 10:55
επιστροφή στην κορυφή

Ο ΔΗΜΟΣ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ